αεροναυπηγική

αεροναυπηγική
η τεχνολ.
η επιστήμη και το επάγγελμα που εφαρμόζουν παραδοσιακά τις αρχές τών φυσικών και τών μαθηματικών επιστημών για την ανάπτυξη, σχεδίαση, κατασκευή, δοκιμή και λειτουργία τών ιπτάμενων οχημάτων που κινούνται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αεροναυπηγικός — ή, ό [αεροναυπηγός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αεροναυπηγική 2. το θηλ. ως ουσ. η αεροναυπηγική* …   Dictionary of Greek

  • ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… …   Dictionary of Greek

  • αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυπηγός — ο ο επιστήμονας που ασχολείται με την αεροναυπηγική, δηλ. με την ανάπτυξη, σχεδίαση, κατασκευή και δοκιμή αεροσκαφών …   Dictionary of Greek

  • πλεξιγκλάς — Εμπορική ονομασία του προϊόντος πολυμερισμού του μεθυλακρυλικού μεθυλενίου (μεθυλικός εστέρας του β μεθυλακρυλικού οξέος). Οι πρώτες ύλες για την παραγωγή του π. είναι η ακετόνη και το κυανυδρικό οξύ, που αντιδρούν μεταξύ τους και παράγουν την… …   Dictionary of Greek

  • πολυϊμίδιο — το, Ν (χημ. τεχνολ.) συν. στον πληθ. τα πολυϊμίδια συνοπτική ονομασία πολυμερών ενώσεων τών οποίων τα μακρομόρια περιέχουν ιμιδικές ενώσεις και οι οποίες χαρακτηρίζονται από εξαιρετικές μηχανικές ιδιότητες, όπως δυσκαμψία, σκληρότητα και… …   Dictionary of Greek

  • υπερελαφρός — ά, ό / ὑπερέλαφρος, ον, ΝΑ υπερβολικά ελαφρός νεοελλ. φρ. «υπερελαφρά κράματα» (μεταλλ.) ελαφρά κράματα τών οποίων η πυκνότητα είναι μικρότερη από 2 γραμμάρια ανά κυβικό εκατοστόμετρο και τα οποία χρησιμοποιούνται σε ελαφρές κατασκευές και ιδίως… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Χάβιλαντ, Τζέφρι — (Jefrey de Havilland, Χάσλεμερ, Σάρεϊ 1885 – Λονδίνο 1965). Άγγλος αεροναυπηγός και μηχανικός. Υποστήριξε με πίστη τις πρωτοποριακές εξελίξεις της αεροναυτικής και το 1910 πραγματοποίησε την πρώτη του πτήση με αεροπλάνο που σχεδίασε ο ίδιος. Προς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”