αεροναυπηγικός — ή, ό [αεροναυπηγός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αεροναυπηγική 2. το θηλ. ως ουσ. η αεροναυπηγική* … Dictionary of Greek
ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… … Dictionary of Greek
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
αεροναυπηγός — ο ο επιστήμονας που ασχολείται με την αεροναυπηγική, δηλ. με την ανάπτυξη, σχεδίαση, κατασκευή και δοκιμή αεροσκαφών … Dictionary of Greek
πλεξιγκλάς — Εμπορική ονομασία του προϊόντος πολυμερισμού του μεθυλακρυλικού μεθυλενίου (μεθυλικός εστέρας του β μεθυλακρυλικού οξέος). Οι πρώτες ύλες για την παραγωγή του π. είναι η ακετόνη και το κυανυδρικό οξύ, που αντιδρούν μεταξύ τους και παράγουν την… … Dictionary of Greek
πολυϊμίδιο — το, Ν (χημ. τεχνολ.) συν. στον πληθ. τα πολυϊμίδια συνοπτική ονομασία πολυμερών ενώσεων τών οποίων τα μακρομόρια περιέχουν ιμιδικές ενώσεις και οι οποίες χαρακτηρίζονται από εξαιρετικές μηχανικές ιδιότητες, όπως δυσκαμψία, σκληρότητα και… … Dictionary of Greek
υπερελαφρός — ά, ό / ὑπερέλαφρος, ον, ΝΑ υπερβολικά ελαφρός νεοελλ. φρ. «υπερελαφρά κράματα» (μεταλλ.) ελαφρά κράματα τών οποίων η πυκνότητα είναι μικρότερη από 2 γραμμάρια ανά κυβικό εκατοστόμετρο και τα οποία χρησιμοποιούνται σε ελαφρές κατασκευές και ιδίως… … Dictionary of Greek
Ντε Χάβιλαντ, Τζέφρι — (Jefrey de Havilland, Χάσλεμερ, Σάρεϊ 1885 – Λονδίνο 1965). Άγγλος αεροναυπηγός και μηχανικός. Υποστήριξε με πίστη τις πρωτοποριακές εξελίξεις της αεροναυτικής και το 1910 πραγματοποίησε την πρώτη του πτήση με αεροπλάνο που σχεδίασε ο ίδιος. Προς … Dictionary of Greek